- χαμαίστρωτος
- χᾰμαί-στρωτος, ον,A strewed or stretched on the ground, νέκυς alcmaeonis 2p.76K.;
χαμαίστρωτα
beds on the floor,Ph.
2.482.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χαμαίστρωτα
beds on the floor,Ph.
2.482.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χαμαίστρωτος — strewed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαμαίστρωτος — ον, ΜΑ στρωμένος καταγής αρχ. το θηλ. ως ουσ. ἡ χαμαίστρωτος χαμαιστρωσία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι) * + στρωτος (< στρωτός), πρβλ. δύ στρωτος, πορφυρό στρωτος] … Dictionary of Greek
χαμαιστρώτου — χαμαίστρωτος strewed masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαμαιστρώτων — χαμαίστρωτος strewed masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαμαιστρώτῳ — χαμαίστρωτος strewed masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαμαίστρωτα — χαμαίστρωτος strewed neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαμ(αι)- — α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίρρημα χαμαί* και δηλώνει ότι κάτι υπάρχει, βρίσκεται ή γίνεται κάτω, στο έδαφος, καταγής, χαμηλά (πρβλ. χαμαι βάμων, χαμ ερπής), χρησιμοποιήθηκε, όμως, και… … Dictionary of Greek
χαμαιστρωσία — και χαμαιστρωτία, ἡ, Μ [χαμαίστρωτος] στρώμα που βρίσκεται καταγής … Dictionary of Greek